Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

8 Σεπτεμβρίου 2011

Νόμος είναι το δίκαιο του ισχυρότερου

Αν υπάρχει ένας απαράβατος κανόνας, σχετικός με την δικαιοσύνη, δεν είναι ούτε το απαράδεκτο "dura lex sed lex" (δηλαδή: σκληρός νόμος αλλά νόμος) ούτε το ανερμάτιστο "οι αποφάσεις της δικαιοσύνης πρέπει να είναι σεβαστές από όλους" (αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα έπρεπε να επιτρέπονταν οι εφέσεις!). Ο μόνος απαράβατος κανόνας είναι ο γνωστός κανόνας της ζούγκλας: "νόμος είναι το δίκαιο του ισχυρότερου".

Με αφορμή τα όσα γίνονται εδώ και μήνες στην Λιβύη, θέλω να διατυπώσω μερικές σκέψεις γύρω από το πώς αντιλαμβάνεται ο δυτικός πολιτισμός (δηλαδή, ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός) την έννοια της δικαιοσύνης. Θα μπορούσα να ξεκινήσω από την δίκη της Νυρεμβέργης, όπου κανένας πολιτικός ή στρατιωτικός των νικητών δεν θεωρήθηκε απαραίτητο να καθήσει στο εδώλιο, λες και μόνο οι ναζί προέβησαν σε εγκλήματα πολέμου. Επίσης, θα μπορούσα να αναφερθώ σε όσα ακολούθησαν την διάλυση της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας, όταν μόνο ο Μιλόσεβιτς (και οι συν αυτώ σέρβοι Κάρατζιτς, Μλάντιτς κλπ) θεωρήθηκαν δράστες εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ενώ κάτι άλλα διακεκριμμένα τσογλάνια (π.χ. ο κροάτης Τούτζμαν, ο βόσνιος Ιζετμπέκοβιτς, ο αλβανοκοσσοβάρος Θάτσι κλπ) έμειναν στο απυρόβλητο.

Δεν υπάρχει λόγος να γυρίσω τόσο πίσω, μιας και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Θα περιοριστώ σε δυο εφετεινά περιστατικά. Ήδη ανέφερα το πρώτο: τα γεγονότα στην Λιβύη και η περίπτωση Καντάφι. Θα ξεκινήσω, όμως, από το δεύτερο: την δολοφονία του Μπιν Λάντεν.

Η αλήθεια είναι ότι ο Οσάμα Μπιν Λάντεν δεν είχε συμπάθειες στον μη μουσουλμανικό κόσμο. Κι αν υπήρχαν κάποιοι που έλεγαν καλά λόγια γι' αυτόν, δεν το έκαναν από συμπάθεια στην Αλ Κάιντα αλλά από αντιαμερικανισμό. Όμως, αυτοί οι "χειροκροτητές" δεν καταλάβαιναν ότι ο τυφλός και ανερμάτιστος αντιαμερικανισμός τους έλυνε τα χέρια των "γερακιών" στον περίφημο "πόλεμο κατά της τρομοκρατίας".

Όταν ο Τζωρτζ Μπους ο βλακίστερος δήλωνε για τον Μπιν Λάντεν "καταζητείται νεκρός ή ζωντανός", ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το τέλος του αρχηγού της Αλ Κάιντα θα θύμιζε Φαρ Ουέστ. Αυτή την έκφραση χρησιμοποίησε ο ισπανός καθηγητής Αντόνιο Ρεμίρο, μιλώντας για την εκτέλεση του Μπιν Λάντεν. "Θυμίζει Φαρ Ουέστ", είπε και συμπλήρωσε: "πιστεύω ότι χάνουμε τις ίδιες μας τις αξίες, εν μέσω μεγάλων λαϊκών πανηγυρισμών". Ο πρώην δυτικογερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, τον οποίο δεν μπορεί κανένας να κατηγορήσει ως συμπαθούντα τον Μπιν Λάντεν, ήταν πιο κατηγορηματικός, λέγοντας ότι "πρόκειται για πεντακάθαρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου".

Η αλήθεια είναι ότι, στην περίπτωση Μπιν Λάντεν, οι ΗΠΑ ενήργησαν ως αστυνομικός, δικαστής και δήμιος, αν και ουδέποτε έγινε οποιαδήποτε δίκη. Καταδίκασαν τον αντίπαλό τους με συνοπτικές διαδικασίες και, σύμφωνα με όσα οι ίδιοι οι αμερικανοί παραδέχτηκαν, τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Η Le Monde, μάλιστα, δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι "ο θάνατος του αρχηγού της Αλ Κάιντα μοιάζει με εξωδικαστική εκτέλεση, σύμφωνα με τους ειδικούς του δικαίου".

Αξίζει να σημειώσουμε ότι, ακόμη κι αν συλλαμβανόταν ο Μπιν Λάντεν, δεν θα μπορούσε να προσαχθεί στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης ως κατηγορούμενος για το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, επειδή η ισχύς αυτού του δικαστηρίου άρχισε το 2002. Τι θα τον έκαναν, λοιπόν, οι αμερικανοί, αν το συνελάμβαναν; Θα τον πήγαιναν στο Γκουντάναμο και θα έβαζαν ακόμη μια σκοτούρα στο κεφάλι τους; Τον καθάρισαν κι ησύχασαν. Αφήστε δεν που έτσι μπόρεσαν να κάνουν και προπαγάνδα υπέρ του Γκουαντάναμο και των βασανιστηρίων, ισχυριζόμενοι ότι με αυτά τα βασανιστήρια μπόρεσαν να αποσπάσουν κρίσιμες πληροφορίες για το κρησφύγετο του ηγέτη της Αλ Κάιντα!

Αν, όμως, για τον Μπιν Λάντεν δεν έγινε πολύς λόγος, με την Λιβύη οι δυτικοί σύμμαχοι τα έχουν βρει μπαστούνια. Βλέπετε, οι προσπάθειες του ΝΑΤΟ να σκοτώσει τον Καντάφι είναι απροκάλυπτα παράνομες, μιας και, όπως δήλωσε ο ίδιος ο βρεττανός πρωθυπουργός Ντέηβιντ Κάμερον "η απόφαση 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ρητά δεν παρέχει την νομική εξουσιοδότηση για δράση που αποσκοπεί στην απομάκρυνση του Καντάφι με στρατιωτικά μέσα"(!) Όμως, παρά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού του, ο βρεττανός υπουργός αμύνης Λίαμ Φοξ δεν διστάζει να δηλώσει δημοσίως ότι "η δολοφονία του Καντάφι είναι μια πιθανότητα".

Στις 15 του περσμένου Απρίλη, οι περισσότερες ευρωπαϊκές εφημερίδες δημοσίευσαν ένα άρθρο, το οποίο συνυπογράφουν ο Ομπάμα, ο Κάμερον και ο Σαρκοζύ. Το περιεχόμενο αυτού του άρθρου αποτελεί μνημείο διακήρυξης παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας. Απολαύστε μερικά αποσπάσματα: 

"Το καθήκον και η εντολή μας, βάσει της απόφασης 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, δεν είναι να απομακρύνουμε τον Καντάφι με την βία... Είναι αδύνατον όμως να φανταστούμε ένα μέλλον για την Λιβύη με τον Καντάφι στην εξουσία... Οποιαδήποτε συμφωνία τον αφήσει στην εξουσία θα οδηγούσε σε περαιτέρω χάος και ανομία... Ο Καντάφι πρέπει να φύγει και να φύγει για πάντα!"

Δηλαδή, οι μάγκες "δημοκράτες", ξεκινούν με την απόφαση του ΟΗΕ αλλά στην πορεία δηλώνουν ευθαρσώς ότι την γράφουν στα παπάρια τους. Επειδή έτσι γουστάρουν, ως ισχυροί, αναιρούν την διεθνή νομιμότητα και αναδεικνύουν την δική τους θέληση ως υπέρτατο νόμο στις διεθνείς σχέσεις. Φαίνεται πως αρκεί να έχεις την απαραίτητη ισχύ για να διατηρείς το "νόμιμο" δικαίωμα να κηρύττεις πόλεμο εναντίον όποιας χώρας δεν γουστάρεις την κυβέρνηση!

Κι όσο σκέφτομαι ότι εκείνος ο βλάκας κήρυξε τον πόλεμο στο Ιράκ για να κάνει "εξαγωγή δημοκρατίας", βγάζω φλύκταινες...

Δεν υπάρχουν σχόλια: